Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκ τοῦ λοιποῦ

См. также в других словарях:

  • λοιπός — (I) ή, ό (AM λοιπός, ή, όν, Μ και ἐλοιπός, ή, όν) 1. αυτός που υπολείπεται μετά από αφαίρεση ή από χωρισμό, υπόλοιπος (α. «μόνο πέντε υπάλληλοι έκαναν απεργία, οι λοιποί πήγαν κανονικά στη δουλειά τους» β. «λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει... εὐδίαν»,… …   Dictionary of Greek

  • λοιπός — ή, ό 1. αυτός που απομένει, υπόλοιπος: Οι λοιποί φίλοι θα έρθουν αύριο. 2. φρ., «του λοιπού», από δω και στο εξής: Του λοιπού θα έρχεσαι νωρίς το βράδυ· «και τα λοιπά» (κτλ.) για ό,τι εννοείται εύκολα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • Council of Constantinople (360) — Further information: Council of Rimini and Council of Seleucia In 359, the Roman Emperor Constantius II requested a church council, at Constantinople, of both the eastern and western bishops, to resolve the split at the Council of… …   Wikipedia

  • отътолѣ — (299) нар. 1.Оттуда, из того места: и прилѣтающе птицѣ. ломѧхѹть вѣтви съ ѡвощемь. и ѿтоле въ бързе летѧще. ПрЛ 1282, 10г; а въ пльсковѣ бѧше литовьскыi кн҃зь дв҃дко. i ѿтолѣ призваша i новгородци по кр(с)тномѹ цѣлованию. ЛН ок. 1330, 162 об.… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • PECTORALE — Hebr. Gap desc: Hebrew inter octo vestes aureas Summi Sacerdotis Hebraeorum, et quidem inter harum quatuor illi soli proprias, memoratum Exodi c. 28. v. 15. et seqq. pannus erat pretiosissimus, ex auro, hyacinthino et purpureo et coccineo dibapho …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κολοβότης — κολοβότης, ητος, ή (AM) [κολοβός] ατέλεια στην ανάπτυξη («στίγματα καὶ κολοβότητες καὶ οὐλαὶ τοῡ λοιποῡ σώματος», Πλούτ.) αρχ. φρ. «κολοβότης πνεύματος» ομιλία χωρίς αναπνοή, κοντανάσεμα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»